- αλιτζές
- ο буланая лошадь
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αλιτζές — ο κοκκινοτρίχης ίππος, πυρόξανθο άλογο. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. alezan «μουλάρι ή άλογο με καστανοκόκκινο τρίχωμα» (< ισπαν. alazan < αραβική λ. az’ar «κοκκινωπός»] … Dictionary of Greek